Άγνωστες πτυχές για την ιστορία του ναού του Αγίου Μάμαντος στον Άγιο Σωζόμενο παρουσίασε η ιστορικός, Νάσα Παταπίου.
Σε μελέτη που παρουσίασε στο 42ο Συμπόσιο Βυζαντινής και Μεταβυζαντινής Αρχαιολογίας και Τέχνης στην Αθήνα η κυρία Παταπίου τεκμηριώνει πότε άρχισε να οικοδομείται ο ναός του Αγίου Μάμαντος στον Άγιο Σωζόμενο, γιατί έμεινε ημιτελής, ποιος ήταν ο κτίτοράς του καθώς και άλλα σχετικά στοιχεία με τον εν λόγω ναό. Όπως σημειώνει η Νάσα Παταπίου ο ναός του Αγίου Μάμαντος ξεκίνησε να οικοδομείται κατά τα τρία τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας στην Κύπρο και παρέμεινε ημιτελής, ένεκα της οθωμανικής κατάκτησης της μεγαλονήσου, η οποία ακολούθως από βασίλειο μετετράπη σε οθωμανική επαρχία.
Αναλυτικά η παρουσίαση της Νάσας Παταπίου:
Μόλις λίγα χιλιόμετρα έξω από τη Λευκωσία βρίσκεται ένα έρημο και εγκαταλελειμμένο χωριό, ένα χωριό φάντασμα, όπως συχνά χαρακτηρίζεται. Πρόκειται για τον Άγιο Σωζόμενο βόρεια από το Δάλι και το χωριό Ποταμιά μέσα σε μια εύφορη πεδιάδα και πλούσια σε νερά. Ήδη από το 1964 παραμένει έρημο με ερείπια, χαλάσματα και απομεινάρια από πλινθόκτιστα σπίτια. Η ιστορία του χωριού ανάγεται στα βυζαντινά χρόνια και σ’αυτό τιμάται σε παρακείμενο σπήλαιο λαξευμένο σε βράχο η Παναγία και ο άγιος Σωζόμενος όπου αγίασε. Το χωριό ήταν μεικτό Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, γιατί μετά την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου (1570-71) φαίνεται ότι μέρος των κατοίκων του εξισλαμίστηκε. Ο Άγιος Σωζόμενος έγινε θέατρο μαχών μεταξύ των δύο κοινοτήτων το 1964, κατά τις οποίες φονεύθηκαν τόσο Ελληνοκύπριοι όσο και Τουρκοκύπριοι, με επακόλουθο να εγκαταλειφθεί και να βρίσκεται σήμερα κοντά στη λεγόμενη «νεκρή ζώνη».
Στον Άγιο Σωζόμενο, ανάμεσα στα ερείπια και στη μικρή μεσαιωνική εκκλησία του χωριού αφιερωμένη στον ίδιο άγιο, στέκει επιβλητικός ένας ημιτελής φραγκοβυζαντινού ρυθμού ναός, αφιερωμένος στον Άγιο Μάμαντα. Ήδη από τον 19ο αιώνα ο διαπρεπής Γάλλος αρχαιολόγος και ιστορικός τέχνης Camille Enlart στο γνωστό έργο του για τη γοτθική τέχνη στην Κύπρο διατύπωσε ότι ο ναός αυτός, άγνωστο γιατί και κάτω από ποίες συνθήκες, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Επίσης, σημείωσε ότι πιθανότατα ο ναός αυτός ανάγεται στον 16ο αιώνα. Ο Άγγλος έφορος Αρχαιοτήτων της Κύπρου George Jeffery, τον περασμένο αιώνα εξέφρασε την άποψη ότι πρόκειται για μια φραγκοβυζαντινή βασιλική με τρούλο η οποία, άγνωστο γιατί, δεν ολοκληρώθηκε και ότι κτίστηκε ίσως τον 15ο αιώνα. Στο έρημο χωριό ο ημιτελής αυτός μεσαιωνικός ναός στο πέρασμα των αιώνων δημιούργησε στη φαντασία των γύρω κατοίκων μύθους και θρύλους χωρίς, ωστόσο, να δοθεί μια ουσιαστική και επεξηγηματική απάντηση για την ιστορία του εν λόγω ναού.
Με την παρούσα μελέτη χάρη στην πολυετή αφοσίωσή μου στην έρευνα και με βάση ιστορικές πηγές και αρχειακό υλικό, πιστεύω ακράδαντα ότι θα δώσω μια διεξοδική απάντηση για τον ναό αυτό στο χωριό Άγιος Σωζόμενος. Η μελέτη αυτή στοχεύει να αποκαλύψει την ταυτότητα του κτίτορος του ναού, γιατί ανέλαβε το έργο αυτό και για ποιο λόγο ο ναός δεν ολοκληρώθηκε. Η ιστορία του ναού είναι άμεσα συνδεδεμένη με τα έργα και τις ημέρες ενός σπουδαίου φεουδάρχη της Ποταμιάς, γειτονικού και πλούσιου φέουδου στο οποίο περιλαμβανόταν και το χωριό Άγιος Σωζόμενος. Ανατρέχοντας στις πηγές μάς γίνεται γνωστό ότι το γειτονικό με τον Άγιο Σωζόμενο χωριό, η Ποταμιά, ήταν σπουδαίο φέουδο και από βασιλική ιδιοκτησία επί Φραγκοκρατίας κατέληξε από τις αρχές έως το τέλος της Βενετοκρατίας φέουδο της ισχυρής οικογένειας των Συγκλητικών, μιας από τις πιο σημαντικές εάν όχι της σημαντικότερης κυπριακής οικογένειας κατά τον 16ο αιώνα. Τελευταίος φεουδάρχης της Ποταμιάς ήταν ο Ευγένιος Συγκλητικός, τρίτος κατά σειρά κόμης Rochas από τότε που ο τίτλος αυτός πέρασε στους Συγκλητικούς. Πρόκειται για κενό τίτλο κομητείας τον οποίο είχε αγοράσει από τη Γαληνοτάτη ο παππούς του, που έφερε το ίδιο όνομα και υπήρξε κτίτορας του ναού και της μονής του Αγίου Μάμαντος Μόρφου, που αποτελούσε φέουδό του, όπως τεκμηριώθηκε μέσα από την πολυτιμότατη διαθήκη του, την οποία δημοσίευσα στο παρελθόν και η οποία μας έδωσε πλούσια στοιχεία για την ιστορία της βενετοκρατούμενης Κύπρου.
Η σπουδαία φεουδαρχική οικογένεια των Συγκλητικών
Οι Συγκλητικοί, όπως προαναφέρθηκε, ήταν μια από τις πιο σημαντικές οικογένειες της Κύπρου κατά τη Λατινοκρατία ελληνικής καταγωγής και ορθόδοξη. Μέλη της ίδιας οικογένειας απαντούν στις πηγές ήδη από τη Φραγκοκρατία με παλαιότερη αναφορά στα 1261. Η οικογένεια, ωστόσο, των Συγκλητικών αποκτά κατά τον 16ο αιώνα μεγαλύτερη οικονομική ευρωστία και διαθέτει πλούσια φέουδα, ασχολείται με το εμπόριο ή κατέχει υψηλές θέσεις, όπως αυτή του βισκούντη Λευκωσίας ή καπιτάνου της Λεμεσού ή και άλλες. Επιπρόσθετα συνδέεται με επιγαμίες τόσο με Κύπριους ευγενείς όσο και με βενετικές οικογένειες πατρικίων. Ο φεουδάρχης Ευγένιος Συγκλητικός κατέβαλε ένα μεγάλο ποσό χρημάτων το 1521 και απέκτησε από τη Γαληνοτάτη με κληρονομικό δικαίωμα τον τίτλο της κομητείας Rochas ή Εδέσσης. Αυτός, όπως μαρτυρείται στη διαθήκη του την οποία συνέταξε λίγο πριν αποχαιρετήσει τον παρόντα κόσμο, υπήρξε ο κτήτορας της μονής και του ναού του Αγίου Μάμαντος Μόρφου που θεωρούσε προστάτη του και όριζε, στην περίπτωση που πέθαινε σε οποιοδήποτε μέρος έξω από τη Λευκωσία, να ενταφιαστεί στον εν λόγω ναό της Μόρφου.
Ο εγγονός του, που έφερε το ίδιο όνομα όπως ο παππούς του και είχε κληρονομήσει ως πρωτότοκος τον τίτλο κομητείας Rochas, είχε ως παράδειγμα τον παππού του και θέλησε, όπως διαφαίνεται από τα διαθέσιμα στοιχεία, να βαδίσει στα δικά του αχνάρια. Ως πρωτότοκος κληρονόμησε το κύριο φέουδο της Μόρφου όπως και ο πατέρας του και το χωριό Αλαμινός, που είχε αγοράσει ο προπάππος του, ενώ το φέουδο της Ποταμιάς δίπλα στον Άγιο Σωζόμενο, όπως και το φέουδο της Αραδίππου κοντά στη Λάρνακα, πέρασε στον αδελφό του Μάρκο. Ο Ευγένιος Συγκλητικός, τρίτος κόμης Rocha, σε πρώτο γάμο νυμφεύθηκε την πολύφερνη Μελουζίνη Requenses που είχε ως κύριο φέουδο το Παλαιχώρι και καταγόταν από την πλευρά της γιαγιάς της από τον φραγκικό βασιλικό οίκο των Lusignan. Η ίδια πέθανε ενωρίς χωρίς να αφήσει απογόνους και οι Βενετοί γι΄αυτόν τον λόγο του αφαίρεσαν τρία χωριά που κατείχε η σύζυγός του. Ο ίδιος αποδύθηκε σε δικαστικούς αγώνες αλλά εις μάτην, ωστόσο, η σχέση του με το Παλαιχώρι τεκμηριώνεται, όπως έχω καταδείξει ήδη από το 2016 και με ένα αντικείμενο εκκλησιαστικής δημιουργίας που βρίσκεται σήμερα στο μουσείο του χωριού: ένα αργυρό Ποτήριο το οποίο φέρει έκτυπη σφραγίδα με τον φτερωτό λέοντα της Βενετίας πάνω από την οποία υπάρχει σταυρός και από κάτω υπάρχει το μονόγραμμα Ζ. Αυτό το μονόγραμμα αναλύεται ως Ζένιος, υποκοριστικό του ονόματος Ευγένιος, όπως άλλωστε αναφέρεται και στη διαθήκη του παππού του: Ευγένιος ή Ζένιος (Eugenius sive Zegnus).
Οι Βενετοί στη συνέχεια, πολύ πιθανόν για να κολακεύσουν τον Κύπριο φεουδάρχη του οποίου ο παππούς και ο πατέρας ενίσχυσαν οικονομικά κατά καιρούς τη Γαληνοτάτη, σκέφτηκαν να απαλύνουν την αδικία στο πρόσωπό του διορίζοντάς τον διοικητή στην περιοχή της Terra Ferma μισθοφόρων στρατιωτών. Ακολούθως τέλεσε δεύτερο γάμο με την πλούσια Cara Bressa και απέκτησε λίγο πριν η ίδια πεθάνει μαζί της ένα γιο, τον Ιάκωβο. Όταν ο οθωμανικός κίνδυνος έγινε πιο ορατός, οι Βενετοί διόρισαν τον Ευγένιο Συγκλητικό γενικό στρατοπεδάρχη στην Κύπρο για να αντιμετωπίσει τους Οθωμανούς που ετοιμάζονταν να επιτεθούν κατά της μεγαλονήσου επιστρέφοντάς του και ένα από τα τρία χωριά που του είχαν αφαιρέσει.
Κατά τη νέα οχύρωση της Λευκωσίας το 1567 ο ίδιος ο φεουδάρχης κατέβαλε το ποσό των δέκα χιλιάδων δουκάτων για να οικοδομηθεί ο νέος προμαχώνας κοντά στην Πύλη του Αγίου Δομηνίκου, ευρέως γνωστή ως Πύλη Πάφου και να απλωθεί η τάφρος του. Ας σημειωθεί ότι πολύ κοντά με τον προμαχώνα που οικοδόμησε ήταν και το περίφημο μέγαρο του αυθέντη της Τύρου, που πωλήθηκε στον Καίσαρα Ποδοκάθαρο, το αγόρασε ο παππούς του και το κληρονόμησε ο ίδιος. Πρόκειται για το μέγαρο το γνωστό και ως «Απλίκι του κυρού του Στύρου», όπως αναφέρεται από τον Λεόντιο Μαχαιρά. Τον Ιανουάριο του 1570, πριν αναχωρήσει από τη Βενετία, συνέταξε τη διαθήκη του. Σύμφωνα με όσα αναφέρει, με ειδικό διακανονισμό που είχε συμφωνήσει με τον αδελφό του Μάρκο, αντάλλαξε το φέουδο της Αλαμινού με εκείνο της Ποταμιάς που γειτνίαζε με τη Λευκωσία. Kατά τα τέλη της Βενετοκρατίας ο μεγάλος αριθμός παροίκων του Συγκλητικού που οικοδομούσε τον προμαχώνα Rochas δεν φαίνεται να προερχόταν μόνο από τη Μόρφου αλλά και από την Ποταμιά που είχε ανταλλάξει με την Αλαμινό.
Σημαντικότατο στοιχείο στην παρούσα μελέτη αποτελεί το γεγονός ότι εκεί που οικοδόμησε ο Ευγένιος Συγκλητικός τον προμαχώνα Rochas και δημιουργήθηκε η τάφρος του, πολύ κοντά με την κατοικία του, υπήρχε μονή του Αγίου Μάμαντος, η οποία για χάρη της νέας οχύρωσης κατεδαφίστηκε. Στη Μόρφου ο παππούς του οικοδόμησε μονή και εκκλησία του προστάτη αγίου του και της οικογένειάς του, επάνω στα ερείπια παλαιάς βυζαντινής μονής. Επίσης στην Αλαμινό, κληρονομικό φέουδο της ίδιας οικογένειας υπάρχει
μεσαιωνικός ναός αφιερωμένος στον ίδιο άγιο. Η γειτνιάζουσα μονή του Αγίου Μάμαντος με το μέγαρό του στη Λευκωσία, όπως προανέφερα, κατεδαφίστηκε για να οικοδομήσει ιδίοις εξόδοις τον προμαχώνα που φέρει έως σήμερα το όνομα της κομητείας του ( προμαχώνας Rochas) και να δημιουργηθεί η τάφρος. Στην Ποταμιά, στο νέο φέουδό του, ας σημειωθεί, υπήρχε και βασιλική θερινή κατοικία που είχαν καταστρέψει οι Μαμελούκοι το 1426 και ο Ευγένιος Συγκλητικός οικοδόμησε ή επισκεύασε την ερειπωμένη βασιλική κατοικία καθώς και άλλα υποστατικά. Στην Ποταμιά, ωστόσο, δεν υπήρχε ναός αφιερωμένος στον προστάτη άγιο και ο εγγονός Ευγένιος Συγκλητικός θέλησε να οικοδομήσει εκεί ένα νέο ναό, επιλέγοντας τη γειτονική περιοχή του χωριού Άγιος Σωζόμενος που βρίσκεται σε πιο ψηλό επίπεδο από την Ποταμιά ώστε να δεσπόζει της περιοχής που κατείχε. Με αυτό το έργο δεν ακολουθούσε μόνο το παράδειγμα του παππού του, αλλά και επιτελούσε, πιστεύω, ένα ηθικό χρέος στον προστάτη άγιο της οικογένειας για την κατεδάφιση της μονής του στη Λευκωσία προκειμένου να δημιουργηθεί η τάφρος του προμαχώνα που οικοδόμησε ο ίδιος. Η πληθώρα των παροίκων από τη Μόρφου αλλά και από το γειτονικό φέουδό του την Ποταμιά, που οικοδόμησαν τον προμαχώνα Rochas κατά τα έτη 1567-69, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν κάλλιστα στην ανοικοδόμηση του ναού στον Άγιο Σωζόμενο. Ένας φεουδάρχης, άλλωστε, της τάξης του Συγκλητικού, τον οποίο αρχικά η Γαληνοτάτη διόρισε τιμητικά διοικητή μισθοφορικών στρατευμάτων και εν όψει της οθωμανικής επίθεσης στην Κύπρο τον διόρισε γενικό στρατοπεδάρχη, του οποίου ήταν μεγάλη η προσφορά στην άμυνα της Κύπρου με την οικοδόμηση του προμαχώνα, δεν θα μπορούσε να μην αναπληρώσει το κενό της κατεδάφισης της μονής του προστάτη αγίου της οικογένειάς του, αφού στο εν λόγω φέουδό του δεν υπήρχε ναός αφιερωμένος στον Παιδομάρτυρα και Χριστομάρτυρα άγιο.
Ο σπουδαίος αυτός φεουδάρχης, του οποίου η προσωπογραφία σώζεται σε μετάλλιο στο Βρετανικό Μουσείο, εξελέγη το 1551 βισκούντης Λευκωσίας και το 1558 του χορηγήθηκε άδεια από τη Δημοκρατία της Βενετίας να οπλοφορεί σε όλη τη βενετική επικράτεια και να συνοδεύεται από τέσσερις σωματοφύλακες. Το 1562 ήταν πρέσβης του Δημοτικού Συμβουλίου ( Università) της Λευκωσίας στη Βενετία και την ίδια περίοδο, ένεκα του γάμου του με την Μελουζίνη Requenses, έφερε τον τίτλο του σινεσκάρδου. Το 1564 διορίστηκε διοικητής μισθοφόρων στρατιωτών από τη Γαληνοτάτη στην Τerra Ferma. Το 1563 o Francesco Sansovino, σπουδαίος Βενετός ιστορικός του αφιέρωσε το έργο του που είχε εκδοθεί τότε. Τo 1565 νυμφεύτηκε την Cara Bressa από το Τρεβίζο. Το 1567, όταν άρχισαν οι οχυρωματικές εργασίες στη Λευκωσία, οικοδόμησε τον προμαχώνα που φέρει το όνομα της κομητείας του. Tον Φεβρουάριο του 1570 έφθασε στην Κύπρο και ανέλαβε ως γενικός στρατοπεδάρχης την άμυνα της Λευκωσίας όταν εισέβαλαν στη μεγαλόνησο οι Οθωμανοί. Οι περιγραφές από αυτόπτες μάρτυρες της πολιορκίας και πτώσης της Λευκωσίας καθώς και άλλες πηγές ασκούν δριμεία κριτική στις στρατιωτικές ικανότητες του Ευγένιου Συγκλητικού, στον οποίο αποδόθηκαν ευθύνες επειδή η πόλη έπεσε σε σύντομο χρονικό διάστημα, μόλις μετά από σαράντα ημέρες πολιορκία.
Ο ναός του Αγίου Μάμαντος εύλογα δεν ολοκληρώθηκε αφού το 1570 οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην Κύπρο και στις 9 Σεπτεμβρίου του ιδίου έτους κατέλαβαν τη Λευκωσία, ενώ ο φεουδάρχης Ευγένιος Συγκλητικός έπεσε νεκρός στον προμαχώνα Ποδοκάθαρο που υπερασπιζόταν μαζί με τους αδελφούς του Θωμά, Νικόλαο και Ιερώνυμο.
Ανακεφαλαιώνοντας επισημαίνω ότι ο φεουδάρχης Ευγένιος Συγκλητικός, που ως πρωτότοκος κληρονόμησε τον τίτλο κομητείας Rochas και το κύριο φέουδο της οικογένειας, αυτό της Μόρφου, απέκτησε το φέουδο της Ποταμιάς ανταλλάζοντας το φέουδο της Αλαμινού με τον αδελφό του Μάρκο. Ακολουθώντας το παράδειγμα του παππού του, κτίτορος του Αγίου Μάμαντος Μόρφου, θέλησε να οικοδομήσει σε περίοπτη θέση στον Άγιο Σωζόμενο, που περιλαμβανόταν στο φέουδο της Ποταμιάς κοντά στη Λευκωσία, έναν περικαλλή ναό αφιερωμένο στον προστάτη άγιο τόσο του παππού του όσο και όλης της οικογένειας, ο οποίος αν και ημιτελής, παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με τον ναό του Αγίου Μάμαντος στη Μόρφου και το γεγονός αυτό αποτελεί ένα ακόμη ενδεικτικό στοιχείο σχετικό με τον κτίτορά του.
Η οικοδόμηση του εν λόγω ναού, που δεν κατέστη δυνατό να ολοκληρωθεί, αποτελούσε, όπως τόνισα πιο πάνω, ένα ηθικό χρέος προς τον προστάτη άγιο, ένεκα της κατεδάφισης της μονής του Αγίου Μάμαντος στη Λευκωσία, κοντά στο μέγαρο του Συγκλητικού, εκεί που ο ίδιος με δικές του δαπάνες οικοδόμησε τον προμαχώνα που φέρει το όνομα της κομητείας του. Η οικοδόμηση του ημιτελούς ναού τοποθετείται λίγο πριν από την οθωμανική κατάκτηση της Κύπρου και κυρίως της Λευκωσίας που έπεσε πρώτη, δηλαδή μεταξύ των ετών 1567 έως τις αρχές του 1570, όταν έγιναν και οι εργασίες του νέου οχυρωματικού περιβόλου της Λευκωσίας στον οποίο είχε συνεισφέρει και ο Συγκλητικός. Όπως μαρτυρείται άλλωστε στις πηγές, ο δεύτερος γάμος του εκείνη τη χρονική περίοδο τον ενίσχυσε οικονομικά λόγω της υψηλής προίκας της συζύγου του, γιατί προηγουμένως αντιμετώπιζε κάποια οικονομικά προβλήματα εξαιτίας των χρεών που είχε αφήσει ο πατέρας του.
Ο ναός δεν ολοκληρώθηκε ένεκα της οθωμανικής κατάκτησης της Κύπρου και του θανάτου του κτίτορός του, στις 9 Σεπτεμβρίου 1570, στον προμαχώνα Ποδοκάθαρο όπου ήταν υπεύθυνος για την άμυνά του, όταν εισέβαλαν κατά τις πρωινές ώρες οι Οθωμανοί και υπέταξαν την πρωτεύουσα. Στοιχεία σχετικά με την οικοδόμηση του ναού δεν έχουν έως σήμερα εντοπιστεί. Ας ληφθεί υπόψη ότι κατά τη χρονική εκείνη περίοδο κύριο μέλημα ήταν η οργάνωση της άμυνας και υπεράσπισης της Κύπρου ενόψει της οθωμανικής απειλής ή πιθανόν σχετικά έγγραφα δεν πρόλαβαν να αποσταλούν στη Βενετία και καταστράφηκαν εν συνεχεία από τους Οθωμανούς εισβολείς. Εν κατακλείδι, ποιος θα μπορούσε εκτός από τον Συγκλητικό να είχε αναλάβει αυτό το έργο αλλά και ποιος θα μπορούσε να το ολοκληρώσει μετά την οθωμανική κατάκτηση αφού εξέλιπαν στη συνέχεια το φεουδαρχικό σύστημα και οι φεουδάρχες και πλέον η Κύπρος είχε υποστεί όλη την καταστροφή και ερήμωση του φοβερού εκείνου πολέμου από ένα αλλόθρησκο έθνος. Με βάση τα όσα παρουσίασα, δηλώνω απερίφραστα ότι είμαι πλήρως πεπεισμένη ότι ο κτίτορας του ημιτελούς ναού του Αγίου Μάμαντος δεν είναι κανείς άλλος παρά ο Ευγένιος Συγκλητικός, ότι ο ναός οικοδομήθηκε κατά τα τρία τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας στην Κύπρο και παρέμεινε ημιτελής ένεκα της οθωμανικής κατάκτησης της μεγαλονήσου, η οποία ακολούθως από βασίλειο μετετράπη σε οθωμανική επαρχία. Η αληθής ιστορία του ημιτελούς ναού επιτέλους αποκαλύπτεται μετά από 456 χρόνια.
ΑΚ
Τελευταία Ενημέρωση: 19 Μαΐου 2023 - 13:40
https://news.rik.cy/article/2023/5/19/o-agios-mamas-ston-agio-sozomeno-kai-oi-agnostes-ptukhes-tes-istorias-tou/