Οι «Πέρσες» του ΘΟΚ κέρδισαν φέτος, κοινό και κριτικούς στο Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Ο σκηνοθέτης της παράστασης, Άρης Μπινιάρης, ένας νέος καλλιτέχνης, μιλά στο Κυπριακό Πρακτορείο Ειδήσεων για τη συνεργασία του με τον ΘΟΚ, τη μουσικότητα του Αισχύλου, τη σημασία και το ρόλο που διαδραματίζει στα έργα του η ιστορία.
Συζητάμε για την αξία των συμβολισμών στην αρχαία τραγωδία, την εμπειρία της Επιδαύρου αλλά και το γιατί μοιάζουμε σήμερα περισσότερο με τους Πέρσες παρά με τους αρχαίους Έλληνες.
Η παράσταση δίνει μεγάλη έμφαση στη μουσικότητα του κειμένου, την οποία αναδεικνύετε με διαφορετικούς τρόπους. Πού βασίζεται αυτή η επιλογή σας;
Ο Αισχύλος επικοινωνούσε τα κείμενα αυτά και μέσω της μουσικής. Η μουσική έπαιζε, μάλιστα, σημαντικό ρόλο. Ο μεταφραστής, ο Παναγιώτης Μουλάς, που έκανε εξαιρετική μετάφραση, διατηρεί αυτή τη μουσικότητα. Εγώ απλά τη χρησιμοποιώ σαν εργαλείο. Κτίζω, δηλαδή, με βάση αυτήν. Θέλω ο θεατής, παράλληλα με την πρόσληψη του νοήματος, να γίνεται και παραλήπτης ενός εσωτερικού κραδασμού που φέρει το νόημα. Να βιώνει, δηλαδή, μια παράλληλη διαδικασία. Επιχειρούμε να αναδείξουμε τον λόγο με τέτοιο τρόπο, έτσι ώστε αφενός να καταλαβαίνουμε τι γίνεται, αφετέρου να αισθανόμαστε τον εσωτερικό παλμό των καταστάσεων.
Οι «Πέρσες» είναι μια τραγωδία που αντλεί το θέμα της από ένα ιστορικό γεγονός. Και προηγούμενες δουλειές σας είχαν έντονη την αναφορά στην ιστορία. Υπάρχει κάποιο ειδικό ενδιαφέρον σας για την ιστορία που καθορίζει τις επιλογές των κειμένων που κάνετε;
Με συγκινεί η ιστορία και ιδιαίτερα η ελληνική. Από εκεί και πέρα, υπάρχουν πολλοί και διαφορετικοί παράγοντες και παράμετροι με τους οποίους επιλέγω το κάθε έργο. Υπήρξαν και σε αυτήν την περίπτωση κάποιοι προβληματισμοί και συλλογισμοί κοινοί με τα υπόλοιπα έργα που έχω κάνει. Στους «Πέρσες» με συγκίνησε ιδιαίτερα το πώς ένας μονωμένος και παροπλισμένος χώρος κλονίζεται και ηττάται από έναν άλλο χώρο, ο οποίος διαλέγεται και λειτουργεί δημοκρατικά.
Βλέπετε αντιστοιχίες με όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ελλάδα; Σε μια συνέντευξή σας, είπατε ότι μοιάζουμε περισσότερο με τους Πέρσες παρά με τους Αρχαίους Έλληνες. Τι εννοούσατε;
Αν πούμε ότι το πεδίο των Περσών είναι ένα ψυχικό πεδίο, αν δηλαδή το έργο συμβολίζει κάποιες ψυχικές καταστάσεις, τότε αναρωτιέσαι αν και στο ψυχικό και στο κοινωνικό επίπεδο υπάρχει ένας χώρος, ο οποίος λειτουργεί μέσα μας μονωμένα, παροπλισμένα, δεν διαλέγεται, δεν επικοινωνεί, δεν συσχετίζεται. Και ταυτόχρονα αν υπάρχει κι ένας άλλος χώρος που λειτουργεί με τον ακριβώς αντίθετο τρόπο. Υπάρχει κάποιο σημείο, σαν σύμβολο, που είναι η Σαλαμίνα, που λειτουργεί σαν το σημείο σύγκρουσης αυτών των δύο αξιακά αντίθετων χώρων; Βρήκα πολλές αντιστοιχίες με το σήμερα.
Ο συμβολικός πυρήνας του έργου στην παράσταση παραμένει ανέπαφος. Πόσο σημαντική θεωρείτε ότι είναι η δύναμη των συμβόλων της αρχαίας τραγωδίας κατά την παρουσίασή της σε ένα σύγχρονο κοινό;
Ακριβώς επειδή ο χώρος της τραγωδίας είναι ένας χώρος αρχετύπων και συμβόλων μπορούν να γίνουν και αναγωγές με το σήμερα ή με οποιαδήποτε εποχή. Ως αρχετυπικά πεδία υπερβαίνουν τον χρόνο και το χώρο. Οπότε είναι ένα από τα ζητούμενα σήμερα να βρούμε τις αντιστοιχίες. Για ποιο λόγο μας αφορά, γιατί να μας δονήσει ένα αρχαίο κείμενο σήμερα; Ποιες χορδές μπορεί να δονήσει και τι μπορεί να κινήσει μέσα μας ένας μύθος, όπως οι «Πέρσες»;
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον ΘΟΚ και πώς την αποτιμάτε;
Η συνεργασία προέκυψε μέσω του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου. Πρότεινα εγώ τους «Πέρσες» και αυτός έκανε τη σύνδεση με τον ΘΟΚ. Για μένα αυτό ήταν κάτι ιδιαίτερο γιατί συγκινούμαι με την Κύπρο, θεωρώ ότι είναι ένα εξελικτικό κομμάτι για την Ελλάδα. Χάρηκα που είχα αυτή την ευκαιρία να γνωρίσω τον τόπο, γνωρίζοντας τους καλλιτέχνες της. Ο σκηνογράφος (Κωνσταντίνος Λουκά), η ενδυματολόγος (Ελένη Τζιρκαλλή), η χορογράφος (Λία Χαράκη), ο σχεδιαστής φωτισμών (Γιώργος Κουμάς), είναι Κύπριοι. Είχα αυτή την όμορφη ευκαιρία να γνωρίσω την Κύπρο μέσα από αυτούς τους καλλιτέχνες, και θεωρώ ότι αυτός είναι ένας πολύ ιδιαίτερος τρόπος για να γνωρίσεις μια κοινωνία.
Είναι η πρώτη φορά που παρουσιάζετε τη δουλειά σας στην Επίδαυρο. Φαντάζομαι ότι πρόκειται για μια ιδιαίτερη εμπειρία. Πώς επέδρασε σε εσάς, ίσως και στην ίδια την παράσταση αυτή η εμπειρία;
Το ότι θα παίζαμε στην Επίδαυρο, αλλά και σε άλλα αρχαία κυκλικά θέατρα, μας έκανε να στήσουμε την παράσταση με αυτό το δεδομένο, τον κύκλο και τη μορφή των θεάτρων αυτών. Όσον αφορά το ψυχολογικό κομμάτι, σίγουρα στην Επίδαυρο υπάρχει ένα δέος και μια μαγεία. Με αυτές τις λέξεις μπορώ τώρα να το περιγράψω, γιατί είναι και αρκετά νωπή εμπειρία. Ήταν όμως μαγευτικά.
Φτάσαμε όμως στην Επίδαυρο μετά από μια σειρά παραστάσεων στην Κύπρο, σε μεγάλες πόλεις. Θεωρώ ότι αυτό μας βοήθησε πάρα πολύ γιατί πήγαμε στην Επίδαυρο προετοιμασμένοι. Πριν φτάσουμε στην Επίδαυρο είχαμε πάρα πολλή δύναμη και ανταμοιβή από το κοινό της Κύπρου κι αυτό σήμαινε πάρα πολλά για μας.
Είστε ένας νέος καλλιτέχνης που ζει στην Ελλάδα. Καταλαβαίνουμε ότι στις σημερινές συνθήκες δεν είναι μια εύκολη επιλογή για έναν νέο καλλιτέχνη να παραμένει αφοσιωμένος στην τέχνη του. Τι είναι αυτό που νοηματοδοτεί τη δική σας προσπάθεια;
Η οικογένειά μου καταρχήν και οι φίλοι μου. Από εκεί αντλείς δύναμη. Κατ΄ επέκταση, το θέατρο είναι ένας τρόπος και να δημιουργούνται σχέσεις, και να γεννιούνται, να αναδύονται προβληματισμοί. Κυρίως μέσω έργων που έχουν να κάνουν και με το συλλογικό ασυνείδητο, όπως η ιστορία. Στην προηγούμενη δουλειά μου, «Το ’21» είχαμε δει ότι ξαφνικά αναζωπυρώθηκε μια συζήτηση γύρω από το 1821. Αυτό έχει νόημα. Είδαμε ότι η ιστορία υπάρχει μόνο αν εμείς θέλουμε να της δώσουμε λόγο ύπαρξης. Η ιστορία δεν είναι για αυτούς που έφυγαν, αλλά για τους παρόντες σήμερα. Νομίζω ότι ο χώρος της τέχνης δημιουργεί την ευκαιρία αφενός να συναντιούνται οι άνθρωποι και αφετέρου να ερχόμαστε σε επαφή με τις ανησυχίες μας.
Τελευταία Ενημέρωση: 06 Φεβρουαρίου 2021 - 15:59
https://news.rik.cy/el/article/2017/9/5/entuposiasan-oi-perses-sto-phestibal-athenon-kai-epidaurou-6081541/