Η φιλοσοφική ματιά πάνω στον κόσμο είναι κάτι που απασχόλησε τον Ιταλό σκηνοθέτη Μικελάντζελο Φραμαρτίνο και σε παλιότερες ταινίες του - φτάνει να θυμηθούμε τις «Τέσσερις φορές» (2010), γύρω από την πυθαγόρεια άποψη για τα τέσσερα στάδια της ύπαρξης (το ζωικό, το φυτικό, το μεταλλικό και το πνευματικό), που παρουσίαζε, χωρίς διάλογο, μέσα από την καθημερινή ζωή ενός γέρου βοσκού που φρόντιζε τα κατσίκια του.
Στην «Τρύπα», τη νέα του, συναρπαστική με ένα δικό της ξεχωριστό τρόπο, ταινία, είδος ντοκιμαντέρ μαζί και ανάπλαση, o Φραμαντίνο ξεκινά με το πρόσωπο, σε κοντινό πλάνο, ενός ηλικιωμένου αγελαδοτρόφου, που με ιδιαίτερες κραυγές του («ουου, τε-τε, ουου…») με τις οποίες συνεννοείται με τις λιγοστές, γέρικες σαν κι αυτόν, αγελάδες του, που βόσκουν στην ορεινή περιοχή της Καλαβρίας στη βόρεια Ιταλία. Η ζωή όμως του αγελαδοτρόφου δεν είναι το κύριο θέμα της ταινίας, όπως δεν είναι τα πρόσωπα που, στο επόμενο αμέσως πλάνο, ανεβαίνουν ένα πανύψηλο κτίριο (το υψηλότερο στον κόσμο κτίριο στη δεκαετία του ‘60, που χτίστηκε στο Μιλάνο), σε ένα εξωτερικό ανελκυστήρα, σχόλιο/αντιπαράθεση του σκηνοθέτη πάνω στις κατακτήσεις του «σύγχρονου» πολιτισμού.
Οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του, είναι μια ομάδα νεότερων σπηλαιολόγων από το Πιεντμόντο, που, στα αμέσως επόμενα πλάνα, βλέπουμε να επαναλαμβάνουν για τον σκηνοθέτη την εκπληκτική, γεμάτη σασπένς και απρόσμενες ανακαλύψεις, κατάδυση που είχε κάνει παλιότερη ομάδα σπηλαιολόγων, σε ένα σπήλαιο της περιοχής, βάθους 700 μέτρων, το τρίτο μεγαλύτερο σπήλαιο στον πλανήτη. Εκείνο που τελικά σε συναρπάζει και σε κρατάει σε συνεχές σασπένς, παρόλο που γνωρίζεις το αποτέλεσμα, είναι η τόλμη, η αφοσίωση και η επιμονή των ανθρώπων να εξερευνήσουν τον πλανήτη και να αποκαλύψουν, με κάθε τρόπο, τα μυστικά του.
Με σκηνές, που άλλοτε με το σασπένς σου θυμίζει τον Χίτσκοκ, και που άλλοτε καταγράφουν με λεπτομέρεια την καθημερινή ζωή και την πορεία της εξερεύνησης, με ένα στιλ που θυμίζει τον κινηματογράφο του Ερμάνο Όλμι, καθώς και με σκηνές βουτηγμένες συχνά στο σκοτάδι, με την κάμερα του εξαίρετου 76χρου ήδη Ρενάτο Μπέρτα (πολύτιμου συνεργάτη μεγάλων σκηνοθετών όπως οι Γκοντάρ, Ρενέ και Ρομέρ) να δημιουργεί μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα, και που τις παραλληλίζει με σκηνές από την καθημερινή ζωή του ηλικιωμένου αγελαδοτρόφου του και των συντρόφων του, με τα νυχτερινά, συντροφικά γλέντια τους και τα αστεία τους, καθώς και τις γυναίκες του χωριού που πλένουν στο ποτάμι τα ρούχα τους (η ιστορία εκτυλίσσεται στη δεκαετία του ‘60), ο Φραμαντίνο, με ξεχωριστή αγάπη για τη φύση (το βουνό, τα δάση, τα δέντρα, τα ζώα, τα πουλιά και τους γύρω από αυτά ήχους), καταγράφει, με άνεση και ηρεμία στο ρυθμό, μια από τις πιο όμορφες, πιο αληθινές και τελικά πιο αναγκαίες, πλευρές της ζωής μας, της ζωής όπως πρέπει να τη ζούμε, να την τολμάμε και να την απολαμβάνουμε. Αυτός δεν είναι και ο στόχος της τέχνης και στη συγκεκριμένη περίπτωση του κινηματογράφου; Που μας κάνει να στοχαζόμαστε, όπως και η άλλη αρχαία σπηλιά, για τη οποία μας μιλούσε ο Πλάτωνας;
Με την κάμερα να κινείται σε ένα τραβελινγκ στους βάλτους της Λουιζιάνας και τη φωνή του Νατ Κινγκ Κόουλ να τραγουδά τη Μόνα Λίζα στην ηχητική πλευρά ξεκινά η φαντεζίστικη ταινία «Η Μόνα Λίζα και το ματωμένο φεγγάρι» της γεννημένης στην Αγγλία σκηνοθέτριας Άνα Λίλι Αμινπούρ.
Την όμορφη λυρική αυτή σκηνή ακολουθεί μια εντελώς διαφορετική, που μοιάζει να βγήκε από ταινία τρόμου, σκηνή, με την κάμερα από ψηλά να πλησιάζει μια γυναίκα, σε ζουρλομανδύα, ξαπλωμένη στο έδαφος, στη μέση ενός άδειου, εκτός από ένα κρεβάτι στη μια άκρη, δωματίου/φυλακής. Βρισκόμαστε σε μια κρατική ψυχολογική κλινική, όπου, όπως θα ανακαλύψουμε σχεδόν αμέσως μετά, κυριαρχούν ο σαδισμός και ο τρόμος, φέρνοντας στο νου ταινίες όπως το Shock Corridor του Σάμιουελ Φούλερ. Στην πραγματικότητα, η Αμονπούρ γνωρίζει ήδη τόσο τον κινηματογράφο τρόμου όσο κι εκείνο της επιστημονικής φαντασίας, όπως είχε δείξει στις ταινίες της «Ένα κορίτσι γυρίζει σπίτι του μόνο τη νύχτα» και Legion καθώς και στην τηλεοπτική σειρά «Η ζώνη του λυκόφωτος», όπου είχε σκηνοθετήσει ορισμένα επεισόδια.
Το φανταστικό στοιχείο στην ταινία, που συμμετέχει στο διαγωνιστικό τμήμα της φετινής Μόστρας είναι η εξαιρετική υπερφυσική δύναμη που κατέχει η νεαρή ηρωίδα, η Ασιάτισσα Μόνα Λίζα, που κρατιόταν δέσμια στη ψυχιατρείο από δέκα χρονών και που τώρα, ξαφνικά, αποκαλύπτει πως μπορεί να υπνωτίσει τον οποιοδήποτε και να τον διατάξει να κάνει ότι του ζητήσει, ακόμη και να αυτοτραυματιστεί, όπως έκανε στην αρχή, με την σαδίστρια νοσοκόμα που της έκοβε τα νύχια των ποδιών της και που τη διέταξε να αυτοτραυματιστεί με το ψαλίδι που κρατούσε.
Τη δύναμη της αυτή θα εκμεταλλευτεί η ξανθιά χορεύτρια του στριπτίζ, για να βγάλει όσα χρήματα τόσο από τους διψασμένους για γυμνές χορεύτριες πελάτες της όσο και από διάφορα πρόσωπα που αποσύρουν χρήματα από μηχάνημα ATM. Μόνο πρόσωπο που τη συμπαθεί πραγματικά είναι το μοναχικό, έφηβο αγόρι της χορεύτριας και που η παρουσία του θα σταθεί αιτία για να μπορέσει η στραμμένη στον εαυτό της και το εύκολο κέρδος μητέρα του να ανακαλύψει τον πραγματικό εαυτό της.
Εκεί που αρχικά, η ταινία έδειχνε πως θα στρεφόταν σε ένα είδος ψυχογραφήματος ενός ασταθούς και με ψυχικά τραύματα προσώπου, η σκηνοθέτρια, με βάση ένα καλογραμμένο σενάριο, την μετατρέπει σε μια όμορφη, ιδιαίτερα συμπαθητική, περιπέτεια, όπου τόσο η φωτογραφία όσο και η μουσική (με ωραία τραγούδια που είναι άρρηκτα δεμένα με τα δρώμενα) δένονται τέλεια με το ρυθμό και δημιουργούν τη σωστή ατμόσφαιρα.
Τελευταία Ενημέρωση: 05 Σεπτεμβρίου 2021 - 21:14
Πηγή: ΚΥΠΕhttps://news.rik.cy/el/article/2021/9/5/78o-phestibal-benetias-kataduse-ste-spelia-tes-zoes-sto-sunarpastiko-ntokimanter-tou-mikelantzelo-phramantino/